- θαυμαστώ
- θαυμαστῶ, -όω (AM, Μ και θαυμαστώνω) [θαυμαστός]καθιστώ κάτι θαυμαστό, μεγαλύνω («ἐθαυμάστωσε κύριος τὸν ὅσιον αὐτοῦ», ΠΔ.)μσν.1. δίνω σε κάποιον τη δύναμη να κάνει θαύματα, κάνω κάποιον θαυματουργό2. μέσ. θαυμαστοῦμαι, -όομαι και θαυμαστώνομαιθαυμάζω, απορώαρχ.παθ. θεωρούμαι ως κάτι θαυμαστό.
Dictionary of Greek. 2013.